τροχονόμος

τροχονόμος
ο
αστυνομικός της τροχαίας, που ρυθμίζει την κίνηση των τροχοφόρων και των πεζών.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τροχονόμος — ο, η, Ν αστυνομικός τής δύναμης τής τροχαίας που ρυθμίζει την κίνηση των οχημάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τροχός + νόμος*] …   Dictionary of Greek

  • Kostas Mentis — Konstantinos (Kostas) Mentis (Greek: Κώστας Μεντής, 1913 November 27, 1983) was a Greek actor. He was born in Amfilochia in the Aetolia Acarnania prefecture. He was the uncle of the actor Nena Menti (Νένα Μεντή) and played in comedies, second… …   Wikipedia

  • Nikos Rizos — For other uses, see Rizos. Nikos Rizos Νίκος Ρίζος Born September 30, 1924(1924 09 30) Peta, Greece Died April 20, 1999(1999 04 20) (aged 74) Athens, Greece Occupation …   Wikipedia

  • Nikos Stavridis — Νίκος Σταυρίδης Born 1910 Samos, Principality of Samos (now Greece) Died December 4, 1987 …   Wikipedia

  • -νόμος — και νομος (ΑΜ νόμος και νομος) β συνθετικό πολλών ουσιαστικών και επιθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουσιαστικό νόμος. Τα σύνθετα αυτά εμφανίζονται τόσο ως προπαροξύτονα όσο και ως παροξύτονα. Τα προπαροξύτονα σε νομος είναι εκείνα τών… …   Dictionary of Greek

  • αστυνόμος — ο (Α ἀστυνόμος) νεοελλ. 1. ανώτερος αξιωματικός της αστυνομίας 2. προϊστάμενος αστυνομικού σταθμού, τμήματος κ.λπ. μσν. ο αστός, αυτός που κατοικεί σε πόλη αρχ. 1. αυτός που προστατεύει την πόλη α) «ἀστυνόμαι θεαί» 6) «ἀστυνόμαι ἀγλαΐαι» επίσημες …   Dictionary of Greek

  • Ρίτσος, Γιάννης — (Μονεμβασία 1909 – 1990). Ποιητής. Φοίτησε στο δημοτικό της γενέτειράς του και τελείωσε το γυμνάσιο στο Γύθειο. Το 1926, έπειτα από σύντομη διαμονή στην Αθήνα, γύρισε στη Μονεμβασία. Λόγοι υγείας όμως τον ανάγκασαν να καταφύγει σε διάφορα… …   Dictionary of Greek

  • μονόδρομος — ο δρόμος που προορίζεται για την κίνηση οχημάτων προς μια μόνο κατεύθυνση: Ο τροχονόμος τού έκοψε κλήση για παράβαση σε μονόδρομο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τροχαίος — α, ο 1. που έχει σχέση με τα τροχοφόρα και την κίνησή τους: Τροχαίο δυστύχημα. 2. το αρσ. ως ουσ., τροχαίος, ο, α. δισύλλαβο μέτρο, που η πρώτη του συλλαβή (η θέση) είναι τονισμένη (στα αρχαία μακρόχρονη) και η δεύτερη (η άρση) άτονη (στα αρχαία… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”